Σεπτέμβριος του 1958, μακρινός, φορτωμένος, στιβαγμένος σαν τσουβάλι στην αποθήκη του χρόνου, μαζί με κάποιες αναμνήσεις αφημένες παράμερα σαν παλιά παιχνίδια και την παιδική ματιά να βαστά όπως ο φακός του πλανόδιου φωτογράφου σε ασπρόμαυρο φιλμ, στιγμές που ζήσαμε μικροί, μεγάλοι, στο πανηγύρι του ΄Αργους Ορεστικού.
Ο μήνας τέλειωνε, το φθινόπωρο έπαιρνε την σκυτάλη του χρόνου… και για να μας γλυκάνει έστηνε το πανηγύρι στη γειτονική κωμόπολη, καλώντας μας να το χαρούμε. Πρώτες απογευματινές ώρες και το κοσμολόϊ έφθανε με τα πράσινα λεωφορεία που μας ξεφόρτωναν στον μεγάλο κεντρικό δρόμο. ΄Υστερα τρυπώναμε στον μικρό λαβύρινθο με τα δρομάκια του γεμάτα πειρασμούς,παρακολουθώντας το εμπορικό αλισβερίσι που γίνονταν με τους παζαριώτες και τους γυρολόγους.
Χαιρετίζομεν – έγραφε στην πρώτη σελίδα η τοπική εφημερίδα της Φωνής – την έναρξιν της μεγάλης, όσον και φημισμένης εμποροπανήγυρης του ΄Αργους Ορεστικού, ως την μεγαλυτέραν εμπορικήν και γεωργοκτηνοτροφικήν εκδήλωσην των μοχθούντων κατοίκων του νομού μας. Πιστεύομεν και ευχόμεθα ότι σημαντική και άκρως πολύτιμος θάναι δια τους εκθέτας και πωλητάς που στηρίζουν τόσας ελπίδας από την επιτυχίαν της»